ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΧΑΛΥΒΟΥΡΓΙΑ Στην αντεπίθεση η ΕΕ για την προστασία των μονοπωλίων της

Μέχρι και την επιβολή ιδιότυπων «περιβαλλοντικών» δασμών στις εισαγωγές μετάλλων επεξεργάζονται τα ευρωενωσίτικα επιτελεία
Τη λήψη επιθετικών μέτρων «άμυνας» για την προστασία των ευρωπαϊκών βιομηχανιών χάλυβα έναντι του παγκόσμιου ανταγωνισμού ετοιμάζει η Ευρωπαϊκή Ενωση, καθώς βλέπει έναν από τους πιο βασικούς βιομηχανικούς της τομείς να υποχωρεί σταθερά κατά την τελευταία δεκαετία και ιδιαίτερα μετά το ξέσπασμα της παγκόσμιας καπιταλιστικής κρίσης. Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, από το 2008 μέχρι σήμερα στην ΕΕ έχουν κλείσει μονάδες που αντιπροσωπεύουν περισσότερους από 40 εκατ. τόνους ετήσιας παραγωγικής δυναμικότητας χάλυβα και έχουν χαθεί περισσότερες από 60.000 άμεσες θέσεις εργασίας και περισσότερες από 100.000 έμμεσες θέσεις εργασίας.
Η ευρωπαϊκή βιομηχανία χάλυβα σήμερα έχει κύκλο εργασιών περί τα 180 δισ. ευρώ, με περίπου 360.000 άμεσες θέσεις εργασίας, ενώ παράγει ετησίως 170 εκατ. τόνους χάλυβα σε περισσότερες από 500 εγκαταστάσεις παραγωγής σε 23 κράτη - μέλη της ΕΕ. Στην ΕΕ αναλογεί σήμερα μόνο το 10% της παγκόσμιας παραγωγής, από το 22% που της αντιστοιχούσε το 2001 και 15,7% το 2007.
Ενδεικτική της ιδιαίτερα αρνητικής κατάστασης που έχει διαμορφωθεί και των ανησυχιών που προκαλεί στο αστικό πολιτικό προσωπικό της ΕΕ είναι η σχετική Εκθεση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 23ης Οκτώβρη 2015 (Α8-0309/2015), στην οποία υπογραμμίζεται πως ο τομέας του χάλυβα «διέρχεται τη σοβαρότερη κρίση της ιστορίας του σε καιρό ειρήνης, κρίση που προκαλεί μεγαλύτερη εξάρτηση των βιομηχανικών μεταποιητικών τομέων από τις εισαγωγές από τρίτες χώρες και απώλεια βιομηχανικής τεχνογνωσίας, με άμεσο αντίκτυπο σε εκατομμύρια θέσεις εργασίας, λαμβάνοντας υπόψη ότι η παγκόσμια πλεονάζουσα παραγωγική ικανότητα υπολογίζεται μεταξύ 300 και 400 εκατ. τόνων, κυρίως στην Κίνα».
Η Κίνα καταδεικνύεται στις σχετικές εκθέσεις πολιτικών οργάνων της ΕΕ ως ο κατ' εξοχήν «ένοχος» για τη ραγδαία υποχώρηση του τομέα στις ευρωπαϊκές χώρες, καθώς αυξάνει διαρκώς την παραγωγή χάλυβα κατά την τελευταία 20ετία. Επίσης, έχει ανταγωνιστικές τιμές. Δεν είναι τυχαίο ότι οι Βρετανοί βιομήχανοι του χάλυβα έθεσαν ζήτημα στην κυβέρνησή τους να βρει τρόπους να εμποδίζει τις εισαγωγές χάλυβα από την Κίνα, γιατί δεν μπορούν να την ανταγωνιστούν. Σύμφωνα με τα στατιστικά στοιχεία του Παγκόσμιου Οργανισμού Χάλυβα, η ετήσια παραγωγή στην Κίνα από τα 355,8 εκατ. τόνους το 2005 έφτασε τα 822,7 εκατ. τόνους το 2014, αντιπροσωπεύοντας σχεδόν το 50% της παγκόσμιας παραγωγής που έφτασε πέρσι τα 1,670 δισ. τόνους ακατέργαστου χάλυβα, όταν το 1999 αντιπροσώπευε το 15% της παγκόσμιας παραγωγής.
Η Κίνα σκοπεύει να διατηρήσει την παραγωγή της στα σημερινά επίπεδα παρά το γεγονός ότι η εσωτερική ζήτηση του προϊόντος, κυρίως εξαιτίας της επιβράδυνσης στην ανάπτυξη του κατασκευαστικού τομέα, εμφάνισε μείωση κατά 3,3% το 2014, τάση που αναμένεται να συνεχιστεί και φέτος αλλά και το 2016, σύμφωνα με τις προβλέψεις της Επιτροπής Χάλυβα του ΟΟΣΑ. Η μείωση αυτή είναι η πρώτη που καταγράφεται από το 1999 και συνδέεται με τη γενικότερη επιβράδυνση που παρουσιάζει η κινεζική οικονομία.
Ζήτημα ζωτικής σημασίας η ανάκαμψη του κλάδου
Ωστόσο, τα μέτρα που προετοιμάζει η ΕΕ για την προστασία των μονοπωλιακών ομίλων του τομέα, τα οποία θα παραθέσουμε στη συνέχεια, δεν αφορούν μόνο την Κίνα, αλλά και τις ΗΠΑ, αφού όπως επισημαίνεται σε κείμενο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής [COM(2013) 407 final] υπό τον τίτλο «Σχέδιο δράσης για μια ανταγωνιστική και βιώσιμη χαλυβουργία στην Ευρώπη» της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, η «θεαματική άνοδος» της παραγωγής σχιστολιθικού φυσικού αερίου στις Ηνωμένες Πολιτείες έχει μειώσει το ενεργειακό κόστος της αμερικανικής βιομηχανίας γενικά, ενισχύοντας την ανταγωνιστική της θέση την ίδια στιγμή που προσελκύει και νέες επενδύσεις στο χαλυβουργικό τομέα. Το «σχέδιο δράσης» της Επιτροπής προέβλεπε ότι πολύ σύντομα οι ΗΠΑ θα μετατραπούν σε καθαρό εξαγωγέα χάλυβα, ενισχύοντας με αυτόν τον τρόπο ακόμη περισσότερο τα παγκόσμια αποθέματα και αυξάνοντας την πίεση στον ευρωπαϊκό χαλυβουργικό τομέα.
Γι' αυτό, άλλωστε, η Επιτροπή Βιομηχανίας, Ερευνας και Ενέργειας του Ευρωκοινοβουλίου συμπεριέλαβε στην έκθεσή του προς την Επιτροπή αναφορικά με τις διαπραγματεύσεις για τη «Διατλαντική Εταιρική Σχέση Εμπορίου και Επενδύσεων» (TTIP) [2014/2228(INI)] μεταξύ ΕΕ και ΗΠΑ, ειδική επισήμανση για την προστασία των ενεργοβόρων βιομηχανιών της Ευρώπης και «την ανάγκη διασφάλισης της ανταγωνιστικότητάς τους». Την ίδια στιγμή, την παραγωγική τους ικανότητα έχουν ενισχύσει και οι Ρωσία, Ουκρανία, Τουρκία, αλλά και η Ινδία και Βραζιλία, με την ΕΕ να κατηγορεί τους «εταίρους» της στο πλαίσιο του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου, ότι χρησιμοποιούν αθέμιτες πρακτικές προστασίας της εσωτερικής τους παραγωγής κατά παράβαση των όρων του «ισότιμου ανταγωνισμού»...
Οπως επισημάνθηκε εισαγωγικά, η βιομηχανία χάλυβα αποτελεί ζωτικής σημασίας τομέα για κάθε ανεπτυγμένο καπιταλιστικό κράτος (ας μην ξεχνάμε ότι η Ευρωπαϊκή Κοινότητα Ανθρακα και Χάλυβα που ιδρύθηκε με τη συνθήκη των Παρισίων στις 18 Απρίλη του 1951, αποτέλεσε το πρόπλασμα της μετέπειτα ΕΟΚ και της σημερινής ΕΕ) καθώς συνδέεται στενά με μια σειρά άλλους σημαντικούς βιομηχανικούς τομείς, όπως η αυτοκινητοβιομηχανία, οι δομικές κατασκευές, οι βιομηχανίες ηλεκτρικών, πάσης φύσεως μηχανών και φυσικά η πολεμική βιομηχανία. Επιπλέον, σύμφωνα με την προαναφερθείσα έκθεση του Ευρωκοινοβουλίου, το 65% των επιχειρηματικών δαπανών για «έρευνα και ανάπτυξη» πραγματοποιείται από τους βιομηχανικούς μονοπωλιακούς ομίλους και κατά συνέπεια είναι ουσιώδους σημασίας η σταθεροποίηση και ενίσχυση της ευρωπαϊκής βιομηχανικής βάσης, προκειμένου «να διατηρηθούν η πραγματογνωσία και η τεχνογνωσία στην ΕΕ».
Εκεί υπογραμμίζεται, επίσης, πως η ανάκαμψη της ευρωπαϊκής χαλυβουργίας κρίνεται απαραίτητη και για τον επιπλέον λόγο ότι η όποια σχετική ανάκαμψη της οικονομίας της ΕΕ προκύψει, όποτε κι αν συμβεί αυτό και η συνεπακόλουθη ενίσχυση της εσωτερικής ζήτησης προϊόντων χάλυβα, εάν δεν υπάρχει εσωτερική παραγωγή να καλύψει αυτήν τη ζήτηση, θα καλύπτεται από τις εισαγωγές, με αποτέλεσμα να προκληθεί τεράστιο εμπορικό έλλειμμα στην Ευρώπη, που θα προξενήσει «εξάρτηση και απώλεια βιομηχανικής τεχνογνωσίας», που θα έχει αντίκτυπο στην αυτοκινητοβιομηχανία, στην οικοδομή και σε άλλους τομείς και κλάδους που συνδέονται με το χάλυβα.
Μελετούν ακόμη και εισαγωγικούς δασμούς
Οπως προκύπτει και από το πρόσφατο έγγραφο της Προεδρίας του Συμβουλίου της ΕΕ η ευρωενωσίτικη οικονομική και πολιτική ελίτ σχεδιάζει να «αντεπιτεθεί» έναντι των διεθνών ανταγωνιστών της σε δύο επίπεδα: Πρώτα, θέτοντας σε πλήρη λειτουργία τα μέσα εμπορικής άμυνας έναντι των εισαγωγών από χώρες που εφαρμόζουν πολιτικές «ντάμπινγκ» (πώληση κάτω του κόστους) και επιδοτήσεων και στη συνέχεια μέσω μέτρων για τη μείωση του ενεργειακού κόστους των βιομηχανιών έντασης ενέργειας μεταξύ των οποίων συγκαταλέγεται η βιομηχανία χάλυβα.
Χαρακτηριστική είναι η απόφαση της Συνόδου του Συμβουλίου Ανταγωνιστικότητας της ΕΕ που συνήλθε στις 9 Νοέμβρη, στην οποία υπογραμμίζεται ότι «κατά προτεραιότητα» θα πρέπει να «αξιοποιηθεί πλήρως και να χρησιμοποιηθεί εγκαίρως το πλήρες φάσμα των εργαλείων εμπορικής πολιτικής της ΕΕ, ώστε να εξασφαλιστεί η ισότιμη μεταχείριση (σ.σ. της ευρωπαϊκής χαλυβουργίας) και να ληφθούν περιοριστικά μέτρα στις τρίτες χώρες», αλλά και επιπλέον να αρθούν τα εμπόδια που ορθώνονται από τρίτες χώρες για είσοδο των ευρωπαϊκών χαλυβουργικών ομίλων στις εσωτερικές τους αγορές.
Οπως όλα δείχνουν, η ΕΕ προσανατολίζεται στη λήψη ακόμη πιο επιθετικών μέτρων έναντι των ανταγωνιστών της, όπως η επιβολή ιδιότυπων εισαγωγικών δασμών. Οπως προτείνει το Ευρωκοινοβούλιο στην έκθεση του περασμένου Οκτώβρη (σελ. 19) προετοιμάζεται η εφαρμογή ενός μηχανισμού «συνοριακής προσαρμογής» στις εισαγωγές μετάλλων. Δηλαδή, οι εισαγωγείς μετάλλων θα είναι υποχρεωμένοι να δηλώνουν στα ευρωπαϊκά τελωνεία το... διοξείδιο του άνθρακα που έχει εκπεμφθεί για την παραγωγή των μετάλλων που θέλουν να πουλήσουν στην ευρωπαϊκή αγορά. Επί της ουσίας, πρόκειται για σχέδιο υποχρεωτικής επέκτασης και στις βιομηχανίες που θέλουν να εισάγουν τα προϊόντα του στην ευρωπαϊκή αγορά, του καθεστώτος που ισχύει για τις ευρωπαϊκές ρυπογόνες βιομηχανίες από το 2005, όταν δημιουργήθηκε η λεγόμενη «αγορά δικαιωμάτων άνθρακα».

Την ίδια όμως στιγμή, όσοι θέλουν να εξάγουν μέταλλα από την αγορά της ΕΕ σε τρίτες χώρες θα απαλλάσσονται από την υποχρέωση συμμόρφωσης με τους κανόνες εμπορίας δικαιωμάτων ρύπων και αυτό, σύμφωνα με την έκθεση, δε συνιστά «κατά κανέναν τρόπο μέσο επιβολής αυθαίρετων διακρίσεων». Θα έχει πράγματι πολύ μεγάλο ενδιαφέρον να δούμε το ποια θα είναι η αντίδραση των εμπορικών εταίρων της ΕΕ σε όλα τα παραπάνω.

Δημοσίευση σχολίου

[blogger]

MKRdezign

Φόρμα επικοινωνίας

Όνομα

Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο *

Μήνυμα *

Από το Blogger.
Javascript DisablePlease Enable Javascript To See All Widget