Η μερική απασχόληση είναι μια από τις μορφές ευέλικτης απασχόλησης που αναπτύχθηκαν και "άνθησαν" σε μεγάλο βαθμό στην Ελλάδα κατά την περίοδο της οικονομικής κρίσης.
Η σταθερότητα των εργασιακών σχέσεων, του ωραρίου απασχόλησης και της αμοιβής της εργασίας, δέχονται αλλεπάλληλα κτυπήματα την τελευταία πενταετία, στο διάστημα της οποίας οι κυβερνήσεις με νομοθετικές παρεμβάσεις, προώθησαν της ελαστικοποίηση των εργασιακών σχέσεων, ενώ οι εργοδότες αντιμέτωποι με το φάσμα της χρεοκοπίας εξ αιτίας της ολοένα και μικρότερης ζήτησης, αναγκάζονται να αναπροσαρμόζουν τις δαπάνες εργασίας, σύμφωνα με την υφιστάμενη κατάσταση της αγοράς και της οικονομίας, αναζητώντας ή επιβάλλοντας τέτοιες μορφές απασχόλησης (μειωμένη, εκ περιτροπής, ορισμένου χρόνου, δανεισμός, τηλεεργασία, φασόν κλπ)
Από την άλλη μεριά, οι εργαζόμενοι αντιμέτωποι με το φάσμα της ανεργίας, αποδέχονται, με παράλληλη αναγκαστική αναπροσαρμογή των οικογενειακών, οικονομικών και κοινωνικών τους αναγκών, τέτοιες μορφές απασχόλησης, εντασσόμενοι αυτόματα στη πολυπληθή σήμερα γενιά των 250 ευρώ.
Είναι χαρακτηριστικό ότι κατά το μήνα Δεκέμβριο του 2014, από τις 115.436 προσλήψεις, που καταγράφηκαν στη χώρα μας, οι 41.263 ήταν μερικής απασχόλησης και οι 21.108 εκ περιτροπής απασχόλησης, δηλαδή το 54,03% των προσλήψεων αφορούσε ευέλικτες μορφές εργασίας.
Έννοια μερικής απασχόλησης - Τι ισχύει σήμερα
Ως εργαζόμενος μερικής απασχόλησης, νοείται κάθε εργαζόμενος με σύμβαση ή σχέση εξαρτημένης εργασίας, του οποίου οι ώρες εργασίας, υπολογιζόμενες σε ημερήσια, εβδομαδιαία, δεκαπενθήμερη ή μηνιαία βάση είναι λιγότερες από το κανονικό ωράριο εργασίας του συγκρίσιμου εργαζόμενου με πλήρη απασχόληση,
Σύμφωνα με το άρθρο 38 του Ν. 1892/1990, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 2 του Ν. 2639/ 1998 και στη συνέχεια με το άρθρο 2 του Ν. 3846/2010, «κατά την κατάρτιση της σύμβασης εργασίας ή κατά τη διάρκειά της ο εργοδότης και ο μισθωτός μπορούν με έγγραφη ατομική σύμβαση να συμφωνήσουν, ημερήσια ή εβδομαδιαία ή δεκαπενθήμερη ή μηνιαία εργασία, για ορισμένο ή αόριστο χρόνο, η οποία θα είναι μικρότερης διάρκειας από την κανονική (μερική απασχόληση).
Η συμφωνία αυτή, εφόσον μέσα σε οκτώ (8) ημέρες από την κατάρτισή της δεν γνωστοποιηθεί στην Επιθεώρηση Εργασίας, τεκμαίρεται ότι καλύπτει σχέση εργασίας με πλήρη απασχόληση.
Οι εργαζόμενοι με σύμβαση ή σχέση εργασίας μερικής απασχόλησης δεν επιτρέπεται να αντιμετωπίζονται δυσμενώς σε σχέση με τους εργαζόμενους που απασχολούνται με κανονική απασχόληση, εκτός εάν συντρέχουν αντικειμενικοί λόγοι οι οποίοι τη δικαιολογούν, όπως η διαφοροποίηση στο ωράριο εργασίας.
Μονομερής επιβολή συστήματος μειωμένης απασχόλησης (λιγότερες ώρες την ημέρα) από τον εργοδότη δεν μπορεί να γίνει, ενώ η καταγγελία της σύμβασης εργασίας που γίνεται λόγω μη αποδοχής από τον μισθωτό πρότασης του εργοδότη για μερική απασχόληση, είναι άκυρη.
Η απασχόληση του εργαζόμενου κατά λιγότερες ώρες την ημέρα, πρέπει να είναι συνεχόμενη, ανεξάρτητα αν η επιχείρηση έχει συνεχή ή μη ημερήσια λειτουργία. Εξαιρούνται οι οδηγοί σχολικών οχημάτων καθώς και οι συνοδοί τους, εργαζόμενοι σε ιδιωτικά εκπαιδευτήρια, παιδικούς σταθμούς και βρεφονηπιακούς σταθμούς, για τη μεταφορά μαθητών και νηπίων καθώς και οι καθηγητές στα φροντιστήρια ξένων γλωσσών και μέσης εκπαίδευσης. (αρ. 2 παρ 7, Ν.3846/2010)
Αν συμφωνήσουν εργαζόμενος και εργοδότης, μπορεί να εφαρμοστεί σύστημα απασχόλησης κατά λιγότερες ώρες την ημέρα με λιγότερες ημέρες την εβδομάδα, ενώ όταν επιβάλλεται μονομερώς εκ περιτροπής εργασία, η ημερήσια απασχόληση πρέπει να είναι με πλήρες ωράριο.
Αν παραστεί ανάγκη για πρόσθετη εργασία πέρα από τη συμφωνηθείσα ο εργαζόμενος έχει υποχρέωση να την παράσχει, αν είναι σε θέση να το κάνει και η άρνησή του θα ήταν αντίθετη με την καλή πίστη, ενώ μπορεί να αρνηθεί την παροχή πρόσθετης εργασίας αν αυτή πραγματοποιείται συστηματικά με σκοπό τη απόδοση μειωμένων ασφαλιστικών εισφορών ή την επίτευξη άλλων ωφελειών από το εφαρμοζόμενο αυτό σύστημα. (αρ. 7 παρ. 2 Ν.3899/2010)
Η παράγραφος αυτή αντικατέστησε την παρ. 11 άρ. 2 του Ν. 3846/2010 και απαλείφθηκε διάταξη η οποία προέβλεπε ότι, αν παρασχεθεί εργασία πέραν της συμφωνημένης, ο μερικώς απασχολούμενος δικαιούται αντίστοιχης αμοιβής με προσαύξηση 10%.
Οι αποδοχές των εργαζομένων με σύμβαση ή σχέση εργασίας μερικής απασχόλησης υπολογίζονται όπως και οι αποδοχές του συγκρίσιμου εργαζομένου και αντιστοιχούν στις ώρες εργασίας της μερικής απασχόλησης (αρθ. 17 παρ. 1 Ν.3899/2010)
Με τον παραπάνω νόμο 3899/2010, αρ. 17, παρ. 1, καταργήθηκε διάταξη του Ν. 3846/2010 άρ 2, παρ. 9, όπου προβλεπόταν ότι, εφόσον το ωράριο απασχόλησής τους είναι μικρότερο των τεσσάρων (4) ωρών ημερησίως, οι αποδοχές των μερικώς απασχολουμένων μισθωτών προσαυξάνονται κατά επτάμισι τοις εκατό (7,5%).
Οι μερικώς απασχολούμενοι μισθωτοί έχουν δικαίωμα ετήσιας άδειας με αποδοχές και επίδομα αδείας, με βάση τις αποδοχές που θα ελάμβαναν εάν εργάζονταν κατά το χρόνο της αδείας τους, όπως ισχύει δηλαδή και για τους εργαζόμενους με πλήρη απασχόληση.
Οι ατομικές συμβάσεις εργασίας μερικής απασχόλησης πρέπει να γνωστοποιούνται στην Επιθεώρηση Εργασίας (ΠΣ ΕΡΓΑΝΗ), εντός οκτώ (8) ημερών από την κατάρτιση τους
Από την άλλη μεριά, οι εργαζόμενοι αντιμέτωποι με το φάσμα της ανεργίας, αποδέχονται, με παράλληλη αναγκαστική αναπροσαρμογή των οικογενειακών, οικονομικών και κοινωνικών τους αναγκών, τέτοιες μορφές απασχόλησης, εντασσόμενοι αυτόματα στη πολυπληθή σήμερα γενιά των 250 ευρώ.
Είναι χαρακτηριστικό ότι κατά το μήνα Δεκέμβριο του 2014, από τις 115.436 προσλήψεις, που καταγράφηκαν στη χώρα μας, οι 41.263 ήταν μερικής απασχόλησης και οι 21.108 εκ περιτροπής απασχόλησης, δηλαδή το 54,03% των προσλήψεων αφορούσε ευέλικτες μορφές εργασίας.
Έννοια μερικής απασχόλησης - Τι ισχύει σήμερα
Ως εργαζόμενος μερικής απασχόλησης, νοείται κάθε εργαζόμενος με σύμβαση ή σχέση εξαρτημένης εργασίας, του οποίου οι ώρες εργασίας, υπολογιζόμενες σε ημερήσια, εβδομαδιαία, δεκαπενθήμερη ή μηνιαία βάση είναι λιγότερες από το κανονικό ωράριο εργασίας του συγκρίσιμου εργαζόμενου με πλήρη απασχόληση,
Σύμφωνα με το άρθρο 38 του Ν. 1892/1990, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 2 του Ν. 2639/ 1998 και στη συνέχεια με το άρθρο 2 του Ν. 3846/2010, «κατά την κατάρτιση της σύμβασης εργασίας ή κατά τη διάρκειά της ο εργοδότης και ο μισθωτός μπορούν με έγγραφη ατομική σύμβαση να συμφωνήσουν, ημερήσια ή εβδομαδιαία ή δεκαπενθήμερη ή μηνιαία εργασία, για ορισμένο ή αόριστο χρόνο, η οποία θα είναι μικρότερης διάρκειας από την κανονική (μερική απασχόληση).
Η συμφωνία αυτή, εφόσον μέσα σε οκτώ (8) ημέρες από την κατάρτισή της δεν γνωστοποιηθεί στην Επιθεώρηση Εργασίας, τεκμαίρεται ότι καλύπτει σχέση εργασίας με πλήρη απασχόληση.
Οι εργαζόμενοι με σύμβαση ή σχέση εργασίας μερικής απασχόλησης δεν επιτρέπεται να αντιμετωπίζονται δυσμενώς σε σχέση με τους εργαζόμενους που απασχολούνται με κανονική απασχόληση, εκτός εάν συντρέχουν αντικειμενικοί λόγοι οι οποίοι τη δικαιολογούν, όπως η διαφοροποίηση στο ωράριο εργασίας.
Μονομερής επιβολή συστήματος μειωμένης απασχόλησης (λιγότερες ώρες την ημέρα) από τον εργοδότη δεν μπορεί να γίνει, ενώ η καταγγελία της σύμβασης εργασίας που γίνεται λόγω μη αποδοχής από τον μισθωτό πρότασης του εργοδότη για μερική απασχόληση, είναι άκυρη.
Η απασχόληση του εργαζόμενου κατά λιγότερες ώρες την ημέρα, πρέπει να είναι συνεχόμενη, ανεξάρτητα αν η επιχείρηση έχει συνεχή ή μη ημερήσια λειτουργία. Εξαιρούνται οι οδηγοί σχολικών οχημάτων καθώς και οι συνοδοί τους, εργαζόμενοι σε ιδιωτικά εκπαιδευτήρια, παιδικούς σταθμούς και βρεφονηπιακούς σταθμούς, για τη μεταφορά μαθητών και νηπίων καθώς και οι καθηγητές στα φροντιστήρια ξένων γλωσσών και μέσης εκπαίδευσης. (αρ. 2 παρ 7, Ν.3846/2010)
Αν συμφωνήσουν εργαζόμενος και εργοδότης, μπορεί να εφαρμοστεί σύστημα απασχόλησης κατά λιγότερες ώρες την ημέρα με λιγότερες ημέρες την εβδομάδα, ενώ όταν επιβάλλεται μονομερώς εκ περιτροπής εργασία, η ημερήσια απασχόληση πρέπει να είναι με πλήρες ωράριο.
Αν παραστεί ανάγκη για πρόσθετη εργασία πέρα από τη συμφωνηθείσα ο εργαζόμενος έχει υποχρέωση να την παράσχει, αν είναι σε θέση να το κάνει και η άρνησή του θα ήταν αντίθετη με την καλή πίστη, ενώ μπορεί να αρνηθεί την παροχή πρόσθετης εργασίας αν αυτή πραγματοποιείται συστηματικά με σκοπό τη απόδοση μειωμένων ασφαλιστικών εισφορών ή την επίτευξη άλλων ωφελειών από το εφαρμοζόμενο αυτό σύστημα. (αρ. 7 παρ. 2 Ν.3899/2010)
Η παράγραφος αυτή αντικατέστησε την παρ. 11 άρ. 2 του Ν. 3846/2010 και απαλείφθηκε διάταξη η οποία προέβλεπε ότι, αν παρασχεθεί εργασία πέραν της συμφωνημένης, ο μερικώς απασχολούμενος δικαιούται αντίστοιχης αμοιβής με προσαύξηση 10%.
Οι αποδοχές των εργαζομένων με σύμβαση ή σχέση εργασίας μερικής απασχόλησης υπολογίζονται όπως και οι αποδοχές του συγκρίσιμου εργαζομένου και αντιστοιχούν στις ώρες εργασίας της μερικής απασχόλησης (αρθ. 17 παρ. 1 Ν.3899/2010)
Με τον παραπάνω νόμο 3899/2010, αρ. 17, παρ. 1, καταργήθηκε διάταξη του Ν. 3846/2010 άρ 2, παρ. 9, όπου προβλεπόταν ότι, εφόσον το ωράριο απασχόλησής τους είναι μικρότερο των τεσσάρων (4) ωρών ημερησίως, οι αποδοχές των μερικώς απασχολουμένων μισθωτών προσαυξάνονται κατά επτάμισι τοις εκατό (7,5%).
Οι μερικώς απασχολούμενοι μισθωτοί έχουν δικαίωμα ετήσιας άδειας με αποδοχές και επίδομα αδείας, με βάση τις αποδοχές που θα ελάμβαναν εάν εργάζονταν κατά το χρόνο της αδείας τους, όπως ισχύει δηλαδή και για τους εργαζόμενους με πλήρη απασχόληση.
Οι ατομικές συμβάσεις εργασίας μερικής απασχόλησης πρέπει να γνωστοποιούνται στην Επιθεώρηση Εργασίας (ΠΣ ΕΡΓΑΝΗ), εντός οκτώ (8) ημερών από την κατάρτιση τους
Δημοσίευση σχολίου